Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ δύσορμα

См. также в других словарях:

  • δύσορμα — δύσορμος with bad anchorage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσορμος — δύσορμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει άσχημους όρμους, αραξοβόλια («νῆσός ἐστι... δύσορμος ναυσίν», Αισχ.) 2. (για άνεμο) αυτός που κρατά πλοία στο λιμάνι, εμποδίζει την είσοδο ή την έξοδο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσορμα πετρώδη και δύσβατα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»